- βραβεύσιμος
- -η, -οαυτός που θεωρείται ικανός, άξιος να πάρει βραβείο: Κανένα από τα έργα που πήραν μέρος στο διαγωνισμό δεν κρίθηκε βραβεύσιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.