βραβεύσιμος

βραβεύσιμος
-η, -ο
αυτός που θεωρείται ικανός, άξιος να πάρει βραβείο: Κανένα από τα έργα που πήραν μέρος στο διαγωνισμό δεν κρίθηκε βραβεύσιμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βραβεύσιμος — η, ο αυτός που αξίζει να βραβευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραβεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Κωνστ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”